ελονοσία

ελονοσία
Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους: έναν αμφιγονικό ή σπορογονικό, που εξελίσσεται στο κουνούπι, και έναν μονογονικό ή σχιζογονικό, που εξελίσσεται στον άνθρωπο· όταν το μολυσμένο κουνούπι τσιμπάει τον άνθρωπο, παράσιτα από το σάλιο του κουνουπιού μπαίνουν στο αίμα του ατόμου και μεταφέρονται στο συκώτι, όπου πολλαπλασιάζονται πριν εισέλθουν στο αίμα και προσβάλλουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια. Τα συμπτώματα της ε. εμφανίζονται αφού γίνει ρήξη των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Μέσα σε αυτά, το πλασμώδιο εξελίσσεται και πολλαπλασιάζεται με σχιζογονία. Ανάλογα με το είδος του πλασμωδίου διακρίνονται τρεις κλινικές μορφές της ε.: ο καλοήθης τριταίος, που οφείλεται στο πλασμώδιο το ζωηρό, πιο διαδεδομένο στις εύκρατες περιοχές, και χαρακτηρίζεται από έντονα ρίγη, τα οποία ακολουθούνται από πυρετικούς παροξυσμούς που εμφανίζονται κάθε 48 ώρες και άφθονους ιδρώτες που διαρκούν ωσότου υποχωρήσει ο πυρετός· ο τεταρταίος, που οφείλεται στο πλασμώδιο του τεταρταίου και χαρακτηρίζεται από πυρετικούς παροξυσμούς που εμφανίζονται κάθε 72 ώρες· ο κακοήθης τριταίος, που οφείλεται στο πλασμώδιο το δρεπανοειδές, πολύ διαδεδομένο στα τροπικά κλίματα, και χαρακτηρίζεται τόσο από τη βαρύτητα της κλινικής εικόνας όσο και από την ακανόνιστη εμφάνιση των πυρετικών παροξυσμών. Η βαριά αυτή μορφή συχνά εξελίσσεται και οδηγεί τον ασθενή στον θάνατο μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Η ε. είναι διαδεδομένη σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά πιο συχνά συναντάται στα εύκρατα και ζεστά κλίματα, όπου υπάρχουν στάσιμα νερά στα οποία αναπτύσσονται τα κουνούπια· για να μεταδοθεί, όμως, η ε. χρειάζεται να υπάρχει, εκτός από τον ανωφελή, και ο ασθενής που φέρει στο αίμα του ορισμένες μορφές του παράσιτου (γαμετοκύτταρα), από τον οποίο τα κουνούπια ρουφώντας το αίμα θα παραλάβουν το παράσιτο. Χαρακτηριστικό όλων αυτών των μορφών ε. είναι η διόγκωση του συκωτιού και κυρίως της σπλήνας, που συχνά συνοδεύεται από έντονη υπόχρωμη αναιμία. Μια παλαιότερη μόλυνση ε. δεν διασφαλίζει τον ασθενή από πιθανές υποτροπές, γιατί η ανοσία που αποκτάται είναι ειδική για το είδος του πλασμωδίου που προκάλεσε τη μόλυνση και, εκτός αυτού, είναι περιορισμένης διάρκειας. Η διάγνωση της ε. γενικά δεν παρουσιάζει δυσκολίες, γιατί συνήθως εμφανίζεται σε περιοχές όπου η λοίμωξη ενδημεί και κυρίως γιατί εντοπίζεται εύκολα το πλασμώδιο με την εξέταση του αίματος. Η θεραπευτική αγωγή βασίζεται στη χορήγηση κινίνης και άλλων ανθελονοσιακών φαρμάκων, όπως η αταβρίνη, η πλασμωκίνη, η χλωροκίνη κ.ά. Λόγω της τοξικότητας των φαρμάκων και της ανάπτυξης ανθεκτικών στελεχών του πλασμωδίου σε αυτά, μεγαλύτερη σημασία έχουν σήμερα τα προφυλακτικά μέτρα που λαμβάνονται σε ολόκληρο τον κόσμο με σύγχρονα εντομοκτόνα, που είναι σε θέση να καταστρέψουν εντελώς τα κουνούπια. Η ε. μάστιζε προπολεμικά την Ελλάδα με νοσηρότητα περίπου 1.000.000 άτομα κάθε χρόνο. Σήμερα έχει εξαφανιστεί χάρη στην καταπολέμηση των κουνουπιών και την αποξήρανση των ελών. Εξακολουθεί να μαστίζει την Αφρική και τη νοτιοανατολική Ασία, γι’ αυτό συνιστάται προφυλακτική φαρμακευτική αγωγή στους ταξιδιώτες προς τις χώρες των περιοχών αυτών. Έρευνες γίνονται για την παρασκευή του ανάλογου εμβολίου. 1. Σποροζωίδιο· 2. τροφοζωίδιο· 3. και 4. σχιστά· 5. μεροζωίδια με τακτισμό προς τα ερυθρά αιμοσφαίρια· 6. μεροζωίδια με τακτισμό προς τους ιστούς· 7. και 8. τροφοζωίδια· 9. σχιστά· 10. μεροζωίδια· 11. μικρογαμετοκύτταρα· 12. μακρογαμετοκύτταρα· 13. σχηματισμός μικρογαμετοκυττάρων· 14. γονιμοποίηση του μακρογαμετοκυττάρου· 15. σχηματισμός ζυγώτη· 16. ζυγώτης· 17. ωοκύστη· 18. ωοκύστη με σποροβλάστες· 19. ωοκύστη με σποροζωίδια· 20. σιελογόνοι αδένες με σποροζωίδια.
* * *
η
λοιμώδης αρρώστια που προκαλείται από την παρουσία πλασμωδίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελονοσία — η (ιατρ.), οξεία και χρόνια λοιμώδης αρρώστια του ανθρώπου και των ζώων, που οφείλεται στην παρουσία του ελώδους πλασμωδίου στο αίμα και χαρακτηρίζεται από πυρετικούς παροξυσμούς και ρίγη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ανωφελής — Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των κωνωπιδών, στην οποία ανήκουν έντομα που μοιάζουν με τα κοινά κουνούπια. Το θηλυκό απομυζά το αίμα του ανθρώπου και άλλων σπονδυλωτών και μπορεί να μεταδώσει ένα πρωτόζωο, παράσιτο του αίματος, το… …   Dictionary of Greek

  • κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • μαλάρια — Βλ. λ. ελονοσία. * * * η ελονοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. malaria < mala + aria «κακός αέρας»] …   Dictionary of Greek

  • παρασιτικές ασθένειες — (Ιατρ.). Ασθένειες του ανθρώπου και των ζώων οι οποίες προκαλούνται από μονοκύτταρα πρωτόζωα, σκουλήκια, τσιμπούρια και μερικά αρθρόποδα. Ανάλογα με τον τύπο του αιτιολογικού παράγοντα, διαιρούνται σε πρωτοζωιάσεις (πρωτοζωικοί αιτιολογικοί… …   Dictionary of Greek

  • πλασμώδιο της ελονοσίας — Πρωτόζωο της τάξης των αιμοσποριδίων, της ομοταξίας των σπορόζωων. Είναι παράσιτο των ερυθρών αιμοσφαιρίων του ανθρώπινου αίματος και είναι η αιτία της ελονοσίας. Ο εξελικτικός του κύκλος, που αποκαλύφτηκε με τις περίφημες εργασίες του Ιταλού… …   Dictionary of Greek

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”